- θυηλαί
- θυηλήpart of a victim offered in burntsacrificefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυηλή — θυηλή, ἡ (Α) 1. (ιδίως στον πληθ.) αἱ θυηλαί το καιόμενο μέρος τού θύματος («ὁ δ ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «θυηλὴ Ἄρεος» η προσφορά στον Άρη, το αίμα τών σκοτωμένων 3. θυσία («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματίστηκε κατά τα… … Dictionary of Greek